μέσσατος

μέσσατος
μέσσᾰτος, η, ον, irreg. [comp] Sup. of μέσσος,
A midmost, ἐν μεσσάτῳ for ἐν μέσῳ, Il.8.223; [dialect] Att. [full] μέσατος,

υἱός Ar.V.1502

, cf. Men.267, Theoc. 21.19, IG14.2012A33 (Sulp. Max.), Opp.C.1.112, D.P.204:—in later [dialect] Ep. [full] μεσσάτιος, Call.Dian.78, D.P.296, Opp.C.4.442. (For the form, cf. νέατος, τρίτος τρίτατος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέσσατος — μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, η, ον, επικ. τ. μεσσάτιος, α, ον (Α) 1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος ο διαιτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • μέσσατος — midmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσατον — μέσσατος midmost masc acc sg μέσσατος midmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσάτῳ — μέσσατος midmost masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαται — μέσσατος midmost fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσατος — μέσατος, η, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μέσσατος …   Dictionary of Greek

  • τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… …   Dictionary of Greek

  • υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”